- υαλόδισκος
- ο, Νλευκός δίσκος από γυαλόχαρτο που χρησιμοποιείται στην οδοντιατρική.[ΕΤΥΜΟΛ. < ύαλος + δίσκος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υαλόδισκος — ο λεπτός δίσκος από γυαλόχαρτο που τον χρησιμοποιούν οι οδοντογιατροί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ύαλος — και ύελος, η / ὕαλος και ὕελος, ΝΜΑ, και ὕελλος, ἡ, μτγν τ. ὕαλος, ὁ, Α το γυαλί νεοελλ. 1. συνεκδ. υαλοπίνακας, τζάμι 2. φρ. «υφαιστειακή ύαλος» (πετρογρ.) υαλώδες πέτρωμα που σχηματίζεται από λάβα ή από μάγμα και έχει σύσταση παρόμοια με τη… … Dictionary of Greek